 |
|  |  |  | Εβδομάδα Βραζιλιάνικου κινηματογράφου... από τις 17 ως τις 23 Φεβρουαρίου στην Ταινιοθήκη
Αθήνα
Εβδομάδα Βραζιλιάνικου κινηματογράφου διοργανώνεται από τις 17 ως τις 23 Φεβρουαρίου από την Πρεσβεία της Βραζιλίας και την Ταινιοθήκη της Ελλάδας.
Η εκδήλωση, που φιλοδοξεί να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, παρουσιάζει έναν κύκλο είκοσι πρόσφατων και παλιότερων ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, που επιβεβαιώνουν τον πλούτο και τη ζωτικότητα μιας εθνικής κινηματογραφίας τόσο μακρινής και ταυτόχρονα τόσο κοντινής.
Γιατί όπως ο ελληνικός, έτσι κι ο βραζιλιάνικος κινηματογράφος εξακολουθεί να επιβιώνει ανάμεσα στην ασφυκτική κυριαρχία του Χόλυγουντ και της τηλεόρασης.
Όμως αυτό που δίνει στον Βραζιλιάνικο κινηματογράφο την ιδιαίτερη ταυτότητά του είναι η αστείρευτη επιθυμία του να αφηγείται ιστορίες εμπνευσμένες από την πραγματικότητα, ακόμα κι αν βρίσκεται στους αντίποδες του μύθου της «τροπικής πατρίδας».
Το φετινό πρόγραμμα αποτελείται από δεκαέξι πανελλαδικές (και μία αθηναϊκή) πρεμιέρες. Οι εξαιρέσεις που έχουν ήδη προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες είναι δύο ταινίες δημιουργών που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διεθνοποίηση του βραζιλιάνικου κινηματογράφου τις τρεις τελευταίες δεκαετίες: η βραβευμένη στις Κάννες τελευταία ταινία του Βάλτερ Σάλλες (και της Ντανιέλα Τόμας) Διαχωριστική γραμμή (2008), που είχε ατυχήσει να κυκλοφορήσει σε πολύ περιορισμένη διανομή, και το θρυλικό «Πισότσι» του Έκτορ Μπαμπένκο, το οποίο φέτος κλείνει τριάντα χρόνια ζωής χωρίς να έχει γεράσει καθόλου. Η πρώτη αφηγείται με ευαισθησία το καθημερινό δράμα μιας σύγχρονης «μάνας κουράγιο» και των τεσσάρων γιων της, και μέσα από την ουμανιστική ματιά των κινηματογραφιστών μετατρέπεται σε μια δυνατή καταγραφή του άγχους της επιβίωσης στη χαώδη μητρόπολη του Σάο Πάουλο. Στη δεύτερη, ένα ανησυχητικό πορτρέτο της παιδικής παραβατικότητας (που προοιωνίζεται τη μεγάλη επιτυχία Η πόλη του Θεού), υπερισχύει η κοινωνική κριτική. Ωστόσο και οι δύο ταινίες δείχνουν τη βαθιά επιρροή του ιταλικού νεορεαλισμού στον βραζιλιάνικο κινηματογράφο και ιδιαίτερα στις ταινίες που καταγράφουν τα δράματα της παιδικής ηλικίας μέσα σ' έναν εχθρικό περίγυρο.
Το 2011 κλείνουν τριάντα χρόνια από το θάνατο του Γκλάουμπερ Ρόσα, της πιο σημαντικής προσωπικότητας του κινήματος Σινέμα Νόβο. Αποτίοντας φόρο τιμής στον επαναστάτη κινηματογραφιστή, η εκδήλωση θα προβάλει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το κύκνειο άσμα του «Η ηλικία της γης» (1980), έναν πειραματικό στοχασμό για την πολιτική ιστορία της Βραζιλίας, την παγκοσμιότητα της θρησκείας και τα όρια του ίδιου του κινηματογράφου.
Μοναδική κινηματογραφική εμπειρία ακόμα και τριανταένα χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της, η ταινία εξελίσσεται σαν μια μαγική συνάντηση του σινεμά της αποδόμησης του Γκοντάρ με τις θρησκευτικές τελετουργίες του Καντομπλέ και τα οργιαστικά δρώμενα του Καρναβαλιού.
Εκτός από τον Γκλάουμπερ Ρόσα το πρόγραμμα ξαναθυμάται άλλους τρεις μεγάλους βραζιλιάνους δημιουργούς:
Τον Μάριο Πεϊσότο (1910-1922) και το βουβό αριστούργημα και μοναδικό φιλμ του Limite [Όριο] με την προβολή του αισθαντικού ντοκιμαντέρ «Εκεί όπου τελειώνει η γη» (2001) του Μπαϊανού Σέρζιο Μασάντο, πρώην βοηθού του Βάλτερ Σάλλες. Μια ταινία που όχι μόνο έχει διασώσει ανεκτίμητο αρχειακό υλικό από την ημιτελή δεύτερη ταινία του Πεϊσότο, αλλά λειτουργεί ως πορτρέτο μιας εξαιρετικής σκηνοθετικής προσωπικότητας που δυστυχώς κατάφερε να χωρέσει στα καλούπια του κινηματογράφου μόνο μια φορά.
Τον Ζοακίμ Πέντρο ντε Αντράντε (1932-1988) με την προβολή της δεύτερης μυθοπλασίας του Ο πάτερ και η κοπέλα (1965), που διηγείται έναν καταδικασμένο έρωτα ανάμεσα σ' έναν επαρχιακό πάστορα και μια μυστηριώδη νεαρή υπηρέτρια ενός γαιοκτήμονα, που με τη μορφική αυστηρότητα και ομορφιά της έχει μείνει στην ιστορία ως μια από τις καλύτερες ταινίες από την πρώτη περίοδο του Σινέμα Νόβο.
Τον Κάρλος (ή Κακά) Ντιέγκες (γ.1940-) με το «Ορφέου» (1999), ριμέικ του εμβλητικού Ορφέο Νέγκρο του γάλλου Μαρσέλ Καμύ. Σαράντα χρόνια αργότερα από την πρωτότυπη ταινία ο μεγάλος βραζιλιάνος δημιουργός επέστρεψε στον αρχαιοελληνικό μύθο, μεταφερμένο στο Καρναβάλι του Ρίο από το θεατρικό έργο του Βινίσιους ντι Μοράες Orfeu da Conceio και τον τοποθέτησε σε μια φαβέλα λιγότερο παραμυθένια και βυθισμένη στα εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα των μοντέρνων καιρών.
Το τρίπτυχο καρναβάλι-σάμπα-ποδόσφαιρο που σφραγίζει την πολιτιστική ταυτότητα της Βραζιλίας, αντανακλάται στο πρόγραμμα με δυο ταινίες μυθοπλασίας και δυο ντοκιμαντέρ:
? Την κοινωνικο-μουσική κομεντί , «pai» ? (2007) τρίτη ταινία της 53χρονης σκηνοθέτιδας (στο θέατρο και τον κινηματογράφο) και παραγωγού πολιτιστικών εκδηλώσεων Μονίκ Γκαρντενμπέργκ, που αφηγείται τα καθημερινά προβλήματα μιας πολύχρωμης ομάδας χαρακτήρων με φόντο το καρναβάλι της Μπαΐα.
? Τη δραματική κομεντί «Μπαλαδόροι: ήταν μια φορά το ποδόσφαιρο» (1998) μια συγκινητική ιστορία για τη ζωή των θρύλων του γηπέδου μετά το ποδόσφαιρο, έβδομη ταινία του Ούγκο Ζιορζέτι, σκηνοθέτη ειδικευμένου σε αθλητικά θέματα και επί πλέον αθλητικογράφου.
? Το ντοκιμαντέρ «Το πιο όμορφο πράγμα: ιστορίες και περιπτώσεις της Μπόσσα Νόβα» (2005) του Πάουλο Τσιάγκο, μια εξαιρετική μελέτη του μουσικού ιδιώματος της μπόσα νόβας, της απογυμνωμένης και αστικής λευκής σάμπας, που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, και των μεγάλων δημιουργών της.
? Το βραβευμένο ντοκιμαντέρ Κατασκευάζοντας τον Τομ Ζε (2005) του νέου ντοκιμενταρίστα Ντέσιο Μάτος Ζούνιορ, που παρακολουθεί μια ευρωπαϊκή περιοδεία του μεγαλοφυούς «τροπικαλίστα» και ντανταϊστή συνθέτη και τραγουδιστή Τομ Ζε.
Tο τελευταίο ντοκιμαντέρ του προγράμματος, το δεύτερο του μεγάλου διευθυντή φωτογραφίας και σκηνοθέτη Βάλτερ Καρβάλιο, Μοασίρ, ακατέργαστη τέχνη (2005) μελετάει άλλη μία τελείως αναφομοίωτη καλλιτεχνική περίπτωση: τον αναλφάβητο, λαϊκό ζωγράφο Μοασίρ, που παρά τα πολλά προβλήματα (στην ακοή, την ομιλία, την επικοινωνία και το σκελετό) και την απομόνωσή του σ' ένα χωριουδάκι της πολιτείας Γκοϊάς, ανασύρει από τα βάθη του ασυνείδητου συγκλονιστικές μορφές.
Η προβολή είναι αφιερωμένη στον Αντρέα Παγουλάτο, ποιητή, θεωρητικό του κινηματογράφου, διευθυντή φεστιβάλ ντοκιμαντέρ και λάτρη της βραζιλιάνικης κουλτούρας, που έφυγε από τη ζωή πέρυσι. Την ταινία αυτή την προγραμμάτιζε για το φετινό φεστιβάλ.
Το «Σχεδόν αδέλφια» (2004), τρίτη μυθοπλασία μεγάλου μήκους της 62χρονης και αντιστασιακής στην περίοδο της δικτατορίας Λούσια Μουράτ, αφηγείται τη συνύπαρξη πολιτικών και ποινικών κρατουμένων στις φυλακές της βραζιλιάνικης χούντας, παραλληλίζοντάς την με το πρόβλημα της ταξικής βίας που βιώνει η χώρα στη σημερινή εποχή.
Το «Mutum» (2007), ένα τρυφερό χρονικό της παιδικής ηλικίας με ήρωα έναν μικρό επαρχιώτη, που μετά τη διάλυση της οικογένειάς του ακολουθεί το δρόμο της αναγκαστικής υιοθεσίας στη μεγαλούπολη. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της 46χρονης βίντεο άρτιστ και σκηνοθέτιδας ντοκιμαντέρ Σάντρα Κογκούτ που κατάγεται όπως και η Λούσια Μουράτ από το Ρίο ντε Ζανέιρο.
Η θεαματική «αποκέντρωση» της βραζιλιάνικης κινηματογραφικής παραγωγής μετά την ανάκαμψη της δεκαετίας του 90 έχει αναδείξει πολλούς ενδιαφέροντες νέους δημιουργούς από το βορρά και το νότο της χώρας. Από το Ρεσίφη κατάγονται ο 45χρονος Λίριο Φερέιρα και ο σαραντάχρονος Εϊτόρ Ντάλια. Το ?rido movie (2004), η δεύτερη ταινία του πρώτου, αφηγείται την επιστροφή ενός τηλεοπτικού μετεωρολόγου στο χωριό του στη βορειοανατολική Βραζιλία για την κηδεία του πατέρα του, μια διαδρομή που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τα οικογενειακά έθιμα μιας άλλης εποχής και θα εξελιχτεί σ' ένα εσωτερικό ταξίδι αυτο-ανακάλυψης. Το «Η μυρωδιά της αποχέτευσης»(2007), επίσης δεύτερη ταινία του δεύτερου είναι μια μαύρη κωμωδία για την ανθρώπινη απληστία, το σεξ και την εκμετάλλευση που δίνει την ευκαιρία στον χαρισματικό ηθοποιό Σέλτον Μέλο να κάνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες του.
Εξίσου χαρισματικός ηθοποιός ο 42χρονος «παουλίστα» Ματέους Ναχτεργκάελε το 2008 έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του με τη Γιορτή του νεκρού κοριτσιού, μια τολμηρή και ανησυχητική ιστορία θρησκοληψίας, μυστικισμού και σεξουαλικής παράβασης, που συμμετείχε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών.
Επίσης γεννημένος στο Σάο Πάουλο, αλλά μεγαλωμένος στη Μπραζίλια, ο 40χρονος σκηνοθέτης Ζοζέ Εντουάρντο Μπελμόντε αποτελεί έναν από τους πιο ελπιδοφόρους εκπροσώπους της μετά τον Σάλλες γενιάς των βραζιλιάνων κινηματογραφιστών. Η τέταρτη ταινία του «Αν τίποτα δεν πάει καλά» του 2008 είναι μια εντυπωσιακή στιλιστική πρόταση: ψηφιακή κινηματογράφηση μιας σύγχρονης περιπέτειας αποξένωσης, όπου ένας νέος δημοσιογράφος κάνει έναν άγριο περίπατο στο περιθώριο και την παρανομία για χάρη της εξαρτημένης από τα ναρκωτικά φίλης του.
Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με δυο ταινίες καλτ και μια πειραματική:
Τη μικρού μήκους κινηματογραφοφιλική κωμωδία Tarantino's Mind (2006) του σκηνοθετικού ντουέτου από το Ρίο 300ml, όπου ο ηθοποιός Σέλτον Μέλο και ο τραγουδιστής και ηθοποιός Σέου Ζόρζι ανακαλύπτουν και σπάζουν τον «κώδικα» της δημιουργίας του Ταραντίνο σ' ένα εστιατόριο του Σάο Πάουλο, κλείνοντας φιλικά το μάτι στο «Καφές και τσιγάρα» του Τζιμ Τζάρμους.
Και σε ειδική μεταμεσονύχτια προβολή «Η ενσάρκωση του κακού» (2008) του 75χρονου Ζοζέ Μοζίκα Μαρίνς, ενός αυθεντικού εκκεντρικού του βραζιλιάνικου φανταστικού κινηματογράφου, για τον οποίο είχε εκφάσει το θαυμασμό του ακόμα και ο Γκλάουμπερ Ρόσα. Η ταινία έχει ήδη παρουσιαστεί σε ειδική προβολή στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με μεγάλη επιτυχία.
Επίσης, μια μικρού μήκους πειραματική ταινία, το «Πηνελόπη», σκηνοθετημένη από δυο γυναίκες, την Ελληνοβραζιλιάνα Ελένα Βαρβάκη και τη Σέλια Φρέιτας.
|
|
|
|
ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ!
|
Όλα τριγύρω
αλλάζουνε και όλα
στα ίδια μένουν...
ΛΕΕΙ μια λογική ότι, «μεγαλύτερη και από τη σοφία είναι η εμπειρία».
Διότι δεν πρέπει μόνο να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει ότι με
την εξουσία «παίζουν» πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι εραστές (κατά μια
έννοια «νταβατζήδες» οι οποίοι και δεν επιτρέπουν σε άλλους να την
αγγίξουν), αλλά θα πρέπει να είναι κανείς και αρκετά έμπειρος ώστε να
την έχει ζήσει για χρόνια αυτήν την στενή σχέση μεταξύ των παραγόντων
- εραστών και της εξουσίας...
ΕΙΠΑ τις προάλλες να θυμηθώ τα παλιά και τα ρεπορτάζ της δεκαετίας του
80, πήρα το αμάξι και τον δρόμο για την Κάρλα, με μουντό καιρό και
πολύ αέρα για να παρακολουθήσω τα εγκαίνια της δημιουργίας της λίμνης,
σχεδόν έναν αιώνα από την αποξήρανσή της. Ιστορικό γεγονός λέω, δεν θα
το χάσω, ποιός ξέρει κάποιοι άλλοι απόγονοι της δικής μας εποχής
μπορεί να την ... αποξηράνουν πάλι, ψάχνοντας ίσως για λύσεις σε
θέματα διατροφικών αναγκών, ή ό,τι άλλο τέλος πάντων θα έχει ανάγκη ο
τόπος και εκείνη η γενιά.
ΕΙΔΑ λοιπόν στην Κάρλα, τι άλλο; νερά...πολλά νερά... Τις γνωστές
«μπάρες» της δεκαετίας του 90, να γίνονται ταμιευτήρες και δυο τρεις
ταμιευτήρες μαζί να σχηματίζουν σήμερα μια μικρή λίμνη. Τον
περιφερειάρχη να ομιλεί στο βήμα για την σπουδαιότητα του έργου, που
χρειάστηκε δεκαετίες να υλοποιηθεί (και την συμβολή βεβαίως πολλών
ανθρώπων της εξουσίας, της κεντρικής και της τοπικής). Είδα πλειάδα
ανθρώπων της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, (ακόμα και της
...παραδιοίκησης) είδα σπουδαίους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που
βοήθησαν στην επιτάχυνση εκταμίευσης των πόρων, να συμμετέχουν όλοι
στη γιορτή, κυρίως χειροκροτώντας ή φωτογραφιζόμενοι (ανα)μεταξύ τους,
για τον εμπλουτισμό του κοινωνικού βιογραφικού τους ενόψει ενδεχομένως
της όποιας εκλογικής αναμέτρησης...
ΜΠΡΟΣΤΑ από τους φωτογράφους, μια ομήγυρη «παραγόντων» με γύρισαν
δεκαετίες πίσω. Οι ίδιοι άνθρωποι τα ίδια πρόσωπα, πιο γερασμένα πλέον
από τον χρόνο, έπιαναν θέσεις απέναντι από τις κάμερες με μια μαεστρία
επαγγελματική, που απέκτησαν από την πολυετή ενασχολησή τους με τα
κοινά. Πάει λέω...Ή εγώ γέρασα και τους βλέπω όλους ίδιους, ή δεν
υπάρχουν νέοι στον τόπο αυτό να δώσουν άλλη ζωντάνια, άλλη προοπτική
σε ότι έχει σχέση με την ανάπτυξη ακόμα και με την πολιτική
εκπροσώπηση. Δήμαρχοι δεκαετιών, παλιοί πρόεδροι κοινοτήτων, σύμβουλοι
σιτεμένοι από τον χρόνο, πολιτικοί και διευθυντές υπηρεσιών που
ξέχασαν να συνταξιοδοτηθούν, όλοι εκείνοι οι «πολιτευτές», αλλά και οι
πρωτοκλασάτοι κομματάνθρωποι - «ιδιαίτεροι» όλων των χώρων, που
...σταφίδωσε τα πρόσωπά τους ο χρόνος, «γυρολόγοι των εκδηλώσεων»
ιδίως των εγκαινίων (μετα φαγητού παρακαλώ), προσδοκώντας τουλάχιστον
δημοσιότητα, δεν λένε ακόμα να εγκαταλείψουν, να αποτραβηχτούν
παραχωρώντας τις θέσεις τους σε νέους ανθρώπους, ορεξάτους για
δουλειά, πιο δυνατούς να χαράξουν το μέλλον που άλωστε τους ανήκει...
ΔΕΝ είχε τελειώσει η τελετή των εγκαινίων εκεί στα παρακάρλια χωράφια
και μελαγχόλησα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Άραγε τι ζητούσα και
γω εκεί; Πάνε πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα από την πρώτη σύσκεψη που
είχα παρακολουθήσει τότε ως ρεπόρτερ της «Ελευθερίας» για την
δημιουργία της λίμνης αλλά και την (στα χαρτιά ακόμη) εκτροπή του
Αχελώου! Οι παλιοί «παράγοντες» πρέπει να κλείσουν τον κύκλο της ζωής
τους στα κοινά. Κρίμα όμως, γιατί από μόνοι τους δεν το κάνουν ποτέ οι
περισσότεροι. Η εξουσία είναι μια πλούσια ερωμένη, κρατά ομήρους τους
«τσιμπιμένους» μαζί της. Οι μόνοι που μπορούν να βάλουν τέλος σ´αυτές
τις σχέσεις είναι οι ψηφοφόροι. Κανείς άλλος...
|
Γράφει ο Δημοσιογράφος Χρήστος Τσαντήλας
|
Αναλυτικά στη σελίδα "Θέματα" >>
|
 |
|
|
|